ὑόφθαλμος

ὑόφθαλμος
ὑόφθαλμος, ,
A = ἀστὴρ Ἀττικός, Ps.-Dsc.4.119.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υόφθαλμος — ὁ, Α το φυτό που ο Διοσκορίδης ονόμαζε αστήρ ο αττικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • ὑόφθαλμον — ὑόφθαλμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”